μερκαπτουρικός

μερκαπτουρικός
-ή, -ό
φρ. «μερκαπτουρικά οξέα»
(βιοχ.) οξέα που σχηματίζονται κατά τον μεταβολισμό τών αλογονοπαραγώγων τών αλειφατικών ή αρωματικών υδρογονανθράκων στον οργανισμό τών ζώων και αποβάλλονται με τα ούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”